- ημίραμφος
- Γένος ψαριών της υπέρταξης των τελεοστέων, της τάξης των βλεννομόρφων ή συνενδογνάθων, της υπόταξης των εξωκοιτοειδών και της οικογένειας των ημιραμφίδων. Περιλαμβάνουν είδη που ζουν κυρίως στις θερμές θάλασσες, καθώς και στους ποταμούς της νοτιανατολικής Ασίας και της βόρειας Αυστραλίας. Το κάτω σαγόνι των ψαριών αυτών προεκτείνεται σε ένα είδος ράμφους ενώ, σε αντίθεση με τα άλλα γένη της οικογένειας των ημιραμφίδων, φέρουν σχετικά μικρά στηθικά πτερύγια. Τα είδη των η. που ζουν στη θάλασσα γεννούν αβγά, ενώ αυτά των γλυκών νερών είναι ζωοτόκα.
Dictionary of Greek. 2013.